γρανιτώδης, -ης, -ες

γρανιτώδης, -ης, -ες
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή
1. γρανιτένιος.
2. σκληρός, ανθεκτικός: Ο λαός πρόβαλε γρανιτώδη αντίσταση στον εχθρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γρανιτώδης — ες 1. αυτός που περιέχει ή αποτελείται από γρανίτη 2. αυτός που μοιάζει με γρανίτη 3. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • γρανιτένιος — ια, ιο ο γρανιτώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”